κομψοτέχνης

κομψοτέχνης
ο , κομψοτέχνις (-ιδος) η мастер, изготовляющий художественные изделия; ювелир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κομψοτέχνης" в других словарях:

  • κομψοτέχνης — ο αυτός που κατασκευάζει κομψοτεχνήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο τέχνης, καλλι τέχνης] …   Dictionary of Greek

  • κομψοτεχνία — η η τέχνη τής κατασκευής κομψοτεχνημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κομψοτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κομψοτέχνη ή στην κομψοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοτέχνης ή κομψοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»